οἰσπώτη

οἰσπώτη
οἰσπώτη
Grammatical information: f.
Meaning: `greasy dirt of unshorn sheep's wool, esp. on the buttocks', also `sheep droppings' (Cratin., Ar., D.C., Poll.).
Other forms: (-ωτή Hdn. Gr. 1, 343, H. as μηλ-, κηρ-ωτή a.o.). Also οἴσπη (v. l. Hdt. 4, 187 [cf. οἰσύπη], Gal.), οἰσπαι προβάτων κόπρος, ῥύπος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: From *ὀϜι-σπωτη with unclear 2. member. Connection with the stemsyllable in σπατίλη `bowels, diarrhoea' (Meillet MSL 13, 291 f.) a.o. is uncertain, as the semantic function of σπα(τ)- needs explanation (cf. s. v.). Untenable further combinations in Bq and WP. 2, 683. - The word will rather be Pre-Greek; cf. the suffix -ωτ- in ἀσκαλαβώτης; s. further on οἰσύπη.
Page in Frisk: 2,368-369

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οισπώτη — οἰσπώτη και οἰσπωτή, ἡ (Α) οίσπη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεων ο ) και β συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. *σπωτη, η σύνδεση τού οποίου με τη λ. σπατίλη «υδαρές, υγρό περίττωμα» δεν… …   Dictionary of Greek

  • οἰσπώτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰσπώτην — οἰσπώτη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰσπώτας — οἰσπώτᾱς , οἰσπώτη fem acc pl οἰσπώτᾱς , οἰσπώτη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οισύπη — η (Α οἰσύπη και οἴσυπος, ὁ) λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το μαλλί, κυρίως τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεν ο ) και β συνθετικό μία αμάρτυρη λ. *σύπη (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πίνος — ο, ΝΜΑ 1. (για ένδυμα ή για τρίχωμα ανθρώπων ή ζώων, κυρίως τών προβάτων) λιπώδης ακαθαρσία, λέρα, λίγδα 2. η οξείδωση τών χαλκών ανδριάντων, ο ιός που σχηματίζεται στα μέταλλα («ἐθαύμαζε δὲ τοῡ χαλκοῡ τὸ ἀνθηρόν, ὡς οὐ πίνῳ προσεοικός», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

  • σπατίλη — και πατίλη, ἡ, Α 1. υδαρές αποπάτημα 2. αποπάτημα, κόπρος 3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα ίλη, που απαντά σε λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας (πρβλ. κον ίλη, μαρ ίλη). Η λ. με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”